Δεσποτικός θρόνος ονομάζεται το κάθισμα που προορίζεται γι' αυτόν που προεξάρχει της λειτουργικής συνάψεως, δηλαδή τον επίσκοπο. 
Οι τεχνίτες και οι μοναχοί κατασκεύαζαν ωραία τέμπλα εκκλησιών, δεσποτικούς θρόνους, άμβωνες, αναλόγια, μανουάλια (κηροστάτες), επιταφίους, ξυλόγλυπτα ταβάνια και πόρτες ναών. 

Η βυζαντινή τέχνη διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο, από τη Ρωσία μέχρι τη Βαλτική, καθώς και στην Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία και στην Ιαπωνία. Η Κωνσταντινούπολη (Βυζάντιο) ήταν σπουδαίο κέντρο τέχνης. Το σημαντικότερο επίτευγμα της Εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής είναι το τέμπλο, στο οποίο συγκεντρώνεται το σύνολο των διακοσμητικών θεμάτων. Τα πρώτα Βυζαντινά τέμπλα είχαν στο κάτω μέρος τη ζώνη των θωρακίων, στο μέσο ήταν η ζώνη των Δεσποτικών εικόνων και στο πάνω μέρος το επιστύλιο. 








Με το χρόνο έγινε σύμβολο του επισκοπικού αξιώματος και εικόνα της επουράνιας καθέδρας του Κυρίου, του οποίου τον τόπο επέχει στη γη ο αρχιερέας. 

Αργότερα και για μεγαλύτερη έξαρσή του αλλά και ανάλογα με τις αισθητικές απαιτήσεις της εποχής, προστέθηκε στο θρόνο στέγη σε σχήμα κιβωρίου. Πριν από τον Μέγα Θεοδόσιο ο αυτοκράτορας συνηθίζονταν να εκκλησιάζεται μαζί με τους κληρικούς στο ιερό Βήμα. Ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων θεωρώντας αυτό αταξία, όρισε στην Εκκλησία τόπο για τον αυτοκράτορα έξω από το ιερό Βήμα και προ των δρυφάκτων (τέμπλου), ώστε αυτός μεν να προηγείται των λαϊκών οι οποίοι βρίσκονται στο καθολικό, ο επίσκοπος δε των κληρικών στο ιερό Βήμα. 

Τότε λοιπόν στήθηκε το «χρυσούν σελλίον» του δεσπότου (αυτοκράτορα), το δεσποτικό όπως ονομάσθηκε αργότερα. Δίπλα απ' αυτό στο καθολικό τοποθετούνται τα χαμηλά «σκάμνα» των συγκλητικών και των πατρικίων, κοντά στο ομφάλιο που βρίσκονταν μεταξύ του πρωταρχικού άμβωνα και του ιερού Βήματος, εκεί όπου σήμερα φαίνεται επί του δαπέδου των ναών ο δικέφαλος αετός ή άλλου σχεδίου ομφάλιο. 

Ο επισκοπικός θρόνος στην Ανατολή τον 11° ήδη αιώνα έχει μεταφερθεί στον κύριο ναό, δίπλα στο δεξιό χορό των ψαλτών, ενώ στη Δύση μεταφέρεται δεξιά από το θυσιαστήριο από την εποχή του Καρόλου. Η μεταφορά αυτή οφείλεται στην μεν Ανατολή στην υπερύψωση του τέμπλου, στη δε Δύση στην προσθήκη πίσω από το θυσιαστήριο εικόνων, λειψάνων ή άλλων διακοσμήσεων, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί προς το βάθος της αψίδας. 

Κατ' αυτόν τον τρόπο ο επίσκοπος ούτε μπορούσε να προΐσταται της συνάξεως και να κηρύττει, ούτε από το λαό να είναι ορατός. Παρ' όλα αυτά, στην μεν Δύση διατηρήθηκε η πίσω από το θυσιαστήριο καθέδρα στις αρχαίες βασιλικές, στην δε Ανατολή σε μερικούς ναούς παρέμειναν σε χρήση και οι δύο θρόνοι. Και αυτός μεν που βρίσκεται στο ιερό χρησιμοποιείται σε μερικές στιγμές μόνο της Θείας λειτουργίας, ο δε άλλος σε όλες τις υπόλοιπες περιστάσεις και μέχρι την μικρή είσοδο της Θείας Λειτουργίας, αλλά και κατά την διάρκεια άλλων ακολουθιών. 

Ο θρόνος του αυτοκράτορα έμεινε στη θέση που παραπάνω περιγράψαμε για περίπου χίλια χρόνια. Όταν πλέον έπαψε να υπάρχει αυτοκράτορας στο Βυζάντιο μετά την άλωση, ο αυτοκρατορικός (δεσποτικός) θρόνος μεταφέρθηκε προς τα δεξιά, την πλευρά δηλαδή που βρίσκεται ο επισκοπικός θρόνος. Επί αυτού ζωγραφίστηκε ο Δεσπότης Χριστός με το στέμμα και τα χρυσοποίκιλτα ενδύματα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, για να δηλωθεί προφανώς ότι απ' εδώ και στο εξής προστάτης και ποιμένας του γένους των χριστιανών θα είναι ο ίδιος ο Χριστός. 

Οι δύο θρόνοι τώρα, ο αυτοκρατορικός και ο επισκοπικός ο οποίος αρχικά βρίσκονταν απέναντι από τον αυτοκρατορικό, συγχωνεύτηκαν σε έναν. Ο αρχιερέας σαν άλλος Βυζαντινός «δεσπότης» ανέβηκε σ' αυτόν, αναλαμβάνοντας να καθοδηγεί το γένος των χριστιανών. Τον τίτλο πήρε στην αρχή ο Οικουμενικός Πατριάρχης λόγω των παραχωρηθέντων σ' αυτόν από τους κατακτητές προνομίων και συν το χρόνο όλοι οι αρχιερείς. 

Δεσποτικός Θρόνος μας στην Εκκλησία Γεννήσεως του Χριστού, στο Καματερό


Από τον επισκοπικό θρόνο, την καθέδρα, πήρε το όνομα και ο μητροπολιτικός ναός, ο αποκαλούμενος και καθεδρικός (cathedralis). Από την στιγμή που ο θρόνος στην Ανατολή βγήκε από το ιερό Βήμα και πήρε τη θέση δεξιά στο ναό, δίπλα από το χορό των ψαλτών, ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, διακοσμήθηκε ανάλογα ώστε να είναι μεγαλοπρεπής και επιβλητικός. 

Η διακόσμηση υπήρξε ανάλογη της εποχής που κατασκευάστηκε ο κάθε θρόνος, αλλά και ανάλογη του τόνου και του χρώματος, δηλ. των ιδιαίτερων δομικών, τεχνοτροπικών και άλλων στοιχείων της κάθε περιοχής. 

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, επειδή δεν επιτρέπονταν η ανοικοδόμηση νέων και μεγάλων ναών, το αντίθετο μάλιστα συνέβαινε αφού οι κατεδαφίσεις ναών ήσαν συχνές τους πρώτους τουλάχιστον χρόνους, απουσιάζουν από τους περισσότερους ναούς οι θρόνοι. 

Από τον 17° αιώνα και κυρίως μετά, που σιγά - σιγά αρχίζουν να χορηγούνται κάποιες άδειες για επισκευές παλαιών ναών και ανοικοδόμηση νέων, μικρών κυρίως, βλέπουμε να κάνουν την εμφάνιση τους στον Ηπειρωτικό χώρο μαζί με τα τέμπλα, τους άμβωνες και οι Δεσποτικοί θρόνοι. Αυτοί είναι μεγαλοπρεπείς και διακρίνονται μεταξύ τους ανάλογα με τη δομή τους. 

Σε άλλους το στέγαστρο στηρίζεται στα πίσω μονοκόμματα στυλώματα και στους δύο μπροστινούς κιονίσκους, σ' άλλους απουσιάζουν οι μπροστινοί κιονίσκοι και τα πλαϊνά πλαίσια του στεγάστρου καμπυλώνουν τοξωτά προς τα εμπρός, ενώ συχνά και στις δύο περιπτώσεις το στέγαστρο είναι τετράγωνης ή εξάγωνης ή οκτάγωνης διατομής με θολίσκο που στηρίζεται σε πολυεδρική πρισματική επί του στεγάστρου βάση. 

Έργα μας σε Εκκλησία στην ορεινή Ναυπακτία





Ο αρχιτεχνίτης μας, Κώστας Τσούμας, σκαλιστής, επί τω έργω...


Δεσποτική Πολυθρόνα